- προσεπισιτίζομαι
- Απρομηθεύομαι ακόμη περισσότερες τροφές («μετὰ δὲ ταῡτα πάλιν οἱ Ῥωμαῑοι προσεπισιτισάμενοι», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπισιτίζομαι «προμηθεύομαι τροφές, εφοδιάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπισιτισάμενοι — προσεπισιτίζομαι provide oneself with further supplies of corn aor part mp masc nom/voc pl προσεπισῑτισάμενοι , προσεπισιτίζομαι provide oneself with further supplies of corn aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)